- μικροϊνίδιο
- το1. βιολ. στοιχείο τού κυτταροσκελετού τών ζωικών και φυτικών κυττάρων2. βοτ. ραβδόμορφη ή ταινιοειδής δομή ποικίλου μήκους και διαμέτρου 100-250 περίπου A, που είναι ορατή μόνο στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α' συνθετικό λ., πρβλ. αγγλ. microfibrille (βλ. και μικρ[ο]-)].
Dictionary of Greek. 2013.